- πλουτῶσι
- πλουτέωto be richpres subj act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλουτῶσι — Πλουτώ fem dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)